προσρίπτω

προσρίπτω
προσρίπτω,
A throw to,

ἐπιστόλιόν τινι Plu.Cat.Mi.24

;

κυνιδίοις ἄρτων ἢ ὀστέων Ath.3.114a

; of a wet-nurse, μὴ ἐξέστω τῇ Φιλωτέρᾳ προσρείπτειν τὸ σωμάτιον τῷ Παποντῶτι, i.e. she shall not give up her post, PSI3.203.7 (i A.D.): metaph., στρατηγοὺς τοῖς πολεμίοις γυμνοὺς π. Plu.TG7, cf. Alex.71;

π. ὄνειδός τισι Plb.18.14.1

; throw in a remark or argument, Iamb.Myst.3.18:—[voice] Med., τὰ μοσχάρια προσερρίφθαι τῷ κυάμῳ throw the young calves upon the beans (as feeding-stuff), PTeb.759.6 (iii B.C.):—[voice] Pass.,

ἡ προσρῐφεῖσα τῷ Κοπωνίῳ φωνή Plu.Crass.27

;

προσερριμμένον ἑνὶ σκάφει Id.Pomp.74

; to be thrown in casually, of remarks, Gal.15.10, al.; τὰ προσερρειμένα (sic), opp. τὰ ὁμολογούμενα, Phld.Rh.2.94 S.; to be added,

τὰ ἄλλα σαφηνείας ἕνεκα προσέρριπται Dam.Pr.290

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσρίπτω — προσρί̱πτω , προσρίπτω throw to pres subj act 1st sg προσρί̱πτω , προσρίπτω throw to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος …   Dictionary of Greek

  • προσριπτώ — έω, Α βλ. προσρίπτω …   Dictionary of Greek

  • προσερρῖφθαι — προσρίπτω throw to perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρῖψαι — προσρίπτω throw to aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρῖψαι — προσρίπτω throw to aor inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρίπτει — προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to pres imperat act 2nd sg (attic epic) προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to pres ind mp 2nd sg προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to pres ind act 3rd sg προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to imperf ind act 3rd sg (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσερρίφη — προσερρί̱φη , προσρίπτω throw to plup ind act 3rd sg (doric aeolic) προσερρί̱φη , προσρίπτω throw to plup ind act 1st sg προσερρί̱φη , προσρίπτω throw to aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρίπτετε — προσρί̱πτετε , προσρίπτω throw to pres imperat act 2nd pl προσρί̱πτετε , προσρίπτω throw to pres ind act 2nd pl προσρί̱πτετε , προσρίπτω throw to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρίψει — προσρί̱ψει , προσρίπτω throw to aor subj act 3rd sg (epic) προσρί̱ψει , προσρίπτω throw to fut ind mid 2nd sg προσρί̱ψει , προσρίπτω throw to fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρίψῃ — προσρί̱ψῃ , προσρίπτω throw to aor subj mid 2nd sg προσρί̱ψῃ , προσρίπτω throw to aor subj act 3rd sg προσρί̱ψῃ , προσρίπτω throw to fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”